- κύλιση
- Η κίνηση ενός σώματος σε επιφάνεια, η οποία χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι διάφορα σημεία του σώματος βρίσκονται διαδοχικά σε επαφή με την επιφάνεια κ. του σώματος. Στην περίπτωση μιας σφαίρας υπάρχει σε κάθε στιγμή μόνο ένα σημείο επαφής μεταξύ του επιπέδου και του κινούμενου σώματος. Στην περίπτωση του κυλίνδρου υπάρχει μία γραμμή επαφής, που αποτελεί μία από τις γενέτειρες του κυλίνδρου. Χαρακτηριστικό της κ. είναι ότι η σχετική ταχύτητα του σώματος ως προς το επίπεδο στο σημείο επαφής –ή κατά μήκος της γραμμής– είναι ίση προς το μηδέν. Υπό αυτές τις συνθήκες, η γραμμή επαφής (ή γραμμή που διέρχεται από το σημείο επαφής) μεταβάλλεται σε στιγμιαίο άξονα περιστροφής. Η κίνηση πραγματοποιείται όταν η τριβή κ. είναι χαμηλή. Σε περίπτωση σχετικής μετατόπισης του σημείου (ή της γραμμής) επαφής προκύπτει ολίσθηση.
Η κ. εφαρμόζεται στους τριβείς κ., στους ένσφαιρους τριβείς (ρουλεμάν) ή στους τριβείς με κυλίνδρους, που μετατρέπουν την τριβή ολίσθησης σε τριβή κ.
Κύλιση ενός κυλίνδρου σε ένα επίπεδο (αριστερά): σε κάθε στιγμή μία γενέτειρα του κυλίνδρου βρίσκεται σε επαφή με το επίπεδο. Δεξιά, τομή ενός τριβέα του ένσφαιρου τύπου.
* * *η (Α κύλισις) [κυλίνδω]η κίνηση που κάνει ένα στερεό σώμα όταν κυλάει πάνω σε μια επιφάνεια, κύλισμανεοελλ.μαθ. η μετατόπιση ενός σώματος που διατηρεί συνεχή επαφή με την επιφάνεια άλλου σώματος χωρίς να ολισθαίνειαρχ.1. το να κυλιούνται οι αθλητές σε χώμα ή άμμο μετά την επάλειψη τού σώματός τους με λάδι2. αστρον. περιστροφική ή κυκλική κίνηση, κίνηση σε κυκλική τροχιά3. είδος πάλης, κατά την οποία οι αντίπαλοι αγωνίζονταν πεσμένοι στο χώμα και κυλιόμενοι («οὔτε γὰρ δρόμον, οὔτε πυγμήν ἐν παλαίστραις διαπονοῡσιν, ἀλλὰ πάλης καὶ παγκρατίου τὸ περὶ τὰς κυλίσεις», Πλούτ.)4. κύλινδρος, ρολό («κύλισις ἱματίων»).
Dictionary of Greek. 2013.